Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸ ἐπιπολῆς

См. также в других словарях:

  • Ἐπιπολῆς — Ἐπιπολή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολῆς — ἐπιπολάζω fut ind act 2nd sg (doric) ἐπιπολάζω fut ind act 2nd sg (doric) ἐπιπολή fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπολή — η (AM ἐπιπολή) 1. η επιφάνεια, το πάνω μέρος ενός πράγματος, απανωσιά 2. (γεν. ως επίρρ.) επιπολής επιφανειακά, στην επιφάνεια, πάνω πάνω (α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής τού κύματος», Παπαδιαμ. β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», Ξεν.) 3. «ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… …   Dictionary of Greek

  • снадить — снажу составлять, скреплять, подгонять (доски) , спариваться (о птицах) , укр. снадь ж. загар , др. русск. снадь ж. поверхность, верх (Григ. Наз.; см. Срезн. III, 452), сербск. цслав. снадь ἐξ ἐπιπολῆς, чеш. snad может быть , snad м. легкость ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • мъногыи — (мъногыи4000) пр. 1.Многочисленный, значительный по количеству: съдравьствѹите же мънога лѣ(т). съдрьжѧще порѹчение || свое. ЕвОстр 1056–1057, 294в–г (запись); Да чл҃вкъ ѹбо обѣштѧ сѧ. ˫ако чѧ˫а многа лѣта быти въ пока˫ании (πολυχρονίσαι) Изб… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BAMMULUM — diminutiv. ex bammum, quod Latini suum fecêre ex Graeco βάμμα, quod inter alia ὀξυβάφιον, h. e. acetabulum notat; sic vas oxygari bammum, apud Cassiodorum, Adamantius vocat Martyrius. Unde Bammulum, parvum ὀξυβάφιον; quod recentioribus Graecis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό …   Dictionary of Greek

  • επιπολάζω — (AM ἐπιπολάζω) [επιπολής] παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («οἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσιν οὐδὲ φέρονται ἄνω», Αριστοτ.) αρχ. 1. (ειδ.) (για τροφή) μένω άπεπτος στο στομάχι 2. (για πτηνά) πετώ ψηλά 3. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην κορυφή,… …   Dictionary of Greek

  • επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… …   Dictionary of Greek

  • επιφορώ — ἐπιφορῶ, έω (AM) επισωρεύω («κατύπερθε δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῡν γῆς ἐπεφόρησε», Ηρόδ.) αρχ. 1. φέρω, προσφέρω 2. συλλαμβάνω ή έχω στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φορώ, επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο τού φέρω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»